κανονάρχης — και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος) βοηθός τού ψάλτη, που τού υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων νεοελλ. μσν. μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής … Dictionary of Greek
πρωτοκανονάρχης — και πρωτοκανόναρχος, ο, Ν ο πρώτος στην ιεραρχία κανονάρχης ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κανονάρχης / κανόναρχος «βοηθός ψάλτη»] … Dictionary of Greek
канонарх — конарх тот, кто читает канон в церкви , цслав., др. русск. канонархъ из греч. κανονάρχης – то же. Сюда же канонархать, конархать читать каноны, которым вторит хор , укр. канархати, блр. канархаць, цслав. канонархати. Из греч. κανοναρχῶ читаю… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
канонарх — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. κανονάρχης) клирик в монастырях, распорядитель церковного … Словарь церковнославянского языка
CANON Missae — dicitur Oratio, quae in Missa, ante consecrationem, ut vocant, et in ipsa consecratione hostiae a Sacerdote recitatur, in Ecclesia Romana. Dividitur in partes quatuor, scil. in Secretam, Praefationem, Canonem ipsum et Orationem Dominicam: de… … Hofmann J. Lexicon universale
καλανάρχος — και καλανάρχης, ο βλ. κανονάρχης … Dictionary of Greek
καληνάρχης — ο βλ. κανονάρχης … Dictionary of Greek
καλονάρχης — και καλονάρχος, ο 1. βοηθός ψάλτη, κανονάρχης 2. αυτός που υποβάλλει, που υπαγορεύει κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek
καλονάρχος — βλ. κανονάρχης … Dictionary of Greek
κανονάρχος — ο (Μ κανονάρχος και καλονάρχος) βλ. κανονάρχης … Dictionary of Greek